Σάββατο 28 Αυγούστου 2010

Κορίτσι των σκοτεινών δασών. Chapitre I

Θα μπορούσες να μου κρατάς το χέρι
στο πιο πηκτό σκοτάδι ;
Έλα, σίμωσε κοντά μου και ας μη διακρίνεται το πρόσωπό μου,
το σκοτάδι ας καλύπτει τα μάτια μου …

Μπορείς να μ’ αγγίξεις …
δεν θ’ αναριγήσω, στο υπόσχομαι,
και ας πατώ ξυπόλητη σε χιλιάδες κοκάλα
αιώνων που περνάνε φυσώντας τα παραθυρόφυλλα
τούτου του μοναστηριού …

Εδώ ήρθα, πάει στ’ αλήθεια πολύ καιρός, το ξέρω …
Τα χέρια μου γερασμένα χώνονται στα σπλάχνα της σιωπής,
αναζητάνε τα δικά σου …
Έτσι ήταν πάντοτε θαρρώ …
Ακόμη κι όταν τα έχωνα στην καυτή την αμμουδιά
τα καλοκαίρια,
ήταν για να γευτώ τη ζεστασιά των δικών σου χεριών,
και ας μην σ’ είχα ακόμα γνωρίσει.

Έτσι με θυμάμαι πάντοτε θαρρώ …
Να διψώ για σένα
και το νερό να μη με ξεδιψά …
να μη με σώνει …
Αχ! Η ψυχή μου είχε ήδη σωθεί
τη μέρα που γεννιόσουνα …

Εδώ ήρθα, για να ξαποστάσω,
βαριά η πόλη πάνω μου …
Με τις σκιές να παλεύεις τί ωφελεί !
Γι’ αυτό και εγώ τις έκανα φίλες μου
και παίζαμε θέατρο τις νυχτιές στους τοίχους.


Αλίμονο !
Το σκοτάδι συνήθισα και το φως
μου φαινόταν αφιλόξενο …
μακρινό …
άχρωμο …

Κορίτσι των σκοτεινών δασών … δασών … σών … σών …
θυμάμαι τη φωνή σου που αντανακλούσε
στα παλιά σανίδια του μοναστηριού …

Έχει αλλάξει από τότε, στο είπα ;

Τα παντζούρια δε στάζουν πια γκριζωπές προσευχές,
μήτε μελαγχολικές μελωδίες.
Μυρίζουν άγιο βασιλικό, ωσάν τις βυζαντινές εικόνες
πίσω από καντηλάκια …

Έλα κοντά μου και ας μη φαίνεται αν σου χαμογελώ
ή αν σου δακρύζω …
Η νοσταλγία δεν αποτυπώνεται πουθενά,
σταλάζει νωχελικά σε μια άκρια της ψυχής
ωσάν λαδάκι ευλογημένο,
ωσάν κοινωνία με το Θεό,
μυστική, ολότελη,
Και έπειτα μας αναγεννάει,
ωσάν ενανθρώπηση,
ωσάν ανάσταση …

Θα μπορούσες να μου κρατάς το χέρι
στην πιο πηκτή φωτοχυσία ;

Γι’ αυτό ήρθα εδώ, σου το είπα ;
Το φόρεμα να ενδυθώ, το ολόχρυσο,
εκείνο που σε κάνει να μοιάζεις μ’ άγγελο ταπεινό…

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010

Back up

Οι επιστήμονες αποφάνθηκαν με σοβαρότητα,
θα υπάρξουν και ηλιοβασιλέματα –ιοί– που θα σημαίνουν το τέλος.

Και το ‘λεγα! Δεν το ‘λεγα;

Μαζέψτε χαμόγελα πρωινά
και νυχτερινές ανάσες.
Αποθησαυρίστε μεσημεριανά χασμουρητά
κι αγκαλιές απογευματινές
κυρίως αγκαλιές.

Να ‘χετε να θυμάστε όταν ηλιοβασιλέματα χωρισμού
θα ξημερώνουν μοναξιά
και σβήσιμο αποθηκευμένων
στιγμών.

Πάρτε Back up
μπας και επαναφέρετε
τα χτυπημένα παρελθόντα προγράμματα
της σχέσης σας!

Σάββατο 21 Αυγούστου 2010

Ερωτικά Σακατέματα

και άντε τώρα να χωρέσουν φωνήεντα και σύμφωνα μαζί
σ’έναν τρεμάμενο στεναγμό!


Σαν κοχύλι απλώθηκες
στης εμπύρετης σου ηδονής το σθένος
και δαγκώθηκες στο ύστατο φωνήεν
της ξαναμμένης σου ανάσας.
Φαλλός πανάρχαιου χρησμού,
αιδοίο πυθιακής αμφιλαφίας.
Απλώθηκα σε...

Σαν άστρο σελάγησες
στου πρώτου σου οργασμού το τίναγμα
και έσβησες στο τελευταίο σύμφωνο
του ανακουφιστικού σου στεναγμού.
Αφουγκράστηκα σε…

Επισκέπτης αιρετικής σαλότητας,
ιερόδουλη σαρκικής ευσπλαχνίας.
Τετέλεσται η σκηνή.
Κορμιά πεταγμένα σαν βότσαλα στην άκρια της ακτής.
Πόθοι αφυδατωμένοι, σπόγγοι κούφιοι στην ακτή της άκριας.
Εκεί που ανθρώπου μάτι και πρόνοια Θεού
αγκομαχεί να καταφτάσει.
Αγιάζει όμως… αγιάζει…

Παρασκευή 6 Αυγούστου 2010

Αγαλματάκια αγαλματάκια μέρα ή νύχτα;

«Αγαλματάκια αγαλματάκια μέρα η νύχτα ;
Αγαλματάκια αγαλματάκια μέρα ή νύχτα ;»


Μ’από όλα περισσότερο χαμογελώ με τα παιδιά
σαν από αλλού φερμένα,
- από τη χώρα της λησμονημένης αθωότητας προφανώς –
προσπαθούν ν’αγγίξουν τη ψυχή μου,
αδιαφορώντας παντελώς για το κορμί μου
λες και ξέρουν αυτά πως στα παιδικά παιχνίδια
σημασία έχει να μην πληγώσεις του άλλου
την αξιοπρέπεια.
Γι’αυτό και εγώ
ενώ σαφώς και μπορώ να κουνήσω
χέρια και πόδια
κάνω τον ακίνητο,
τον ακούνητο,
τον αμίλητο.
«Κούρος» γράφει
η ετικέτα μου στις επίσημες
εμφανίσεις μου.
Οι φίλοι όμως με φωνάζουν
Αγαλματάκι ακούνητο
μέρα και νύχτα.



Κυριακή 1 Αυγούστου 2010

Αποξηραμένος Αύγουστος

Ήρθες πάλι λοιπόν...
πιστός στο ραντεβού σου,
ούτε στιγμή καθυστέρησης.
-μια σταλίτσα ελέους για τους αργοπορημένους εραστές...-

Με τα ερωτικά ζαβώματα στις νύχτες σου
με το φεγγάρι σου να αποτελειώνει ό,τι δεν άρχισε ποτέ...
Δεν είναι που φαίνεται μεγαλύτερο,
-πάντοτε σε ξεγελούσε η απόσταση-
είναι που φυραίνει ο ουρανός ν'ακούσει τα αγκομαχητά του καλοκαιριού
που αργοπεθαίνει αιμόφυρτο ηδονής
στα βότσαλα,
εκείνα του διάφανου μπολ
στο τραπεζάκι του σαλονιού μας.

Καλώς ήρθες Άυγουστε.
Μην με ψάξεις όμως!
μάγκωσα βλέπεις την φλέβα μου
στις ηλιοκαμένες αρτηρίες του Ιουλίου μου...

…και από όλες τις αναμνήσεις μου
ένα επιλεγμένα αρωματικό
pot pourri μου κράτησα, δίπλα στα βότσαλα
του αποξηρωμένου οργασμού σου...


Θεσσαλονίκη 1η Αυγούστου 2010