Παρασκευή 18 Μαΐου 2007

Αιγαίο




«Υπόκωφη πνοή και απάνεμος φλοίσβος
που την μοναξιά της πόλης καταργεί
καθώς Αιγαίο πέλαγος μυρίζει…
και ηχώ που σταλάζει
στα σκοτάδια του σπιτιού
και φέρει τη θάλασσα να σκάει στους τοίχους
παφλάζοντας νοσταλγία…»



Σε θυμάμαι να κάθεσαι στον καφενέ
σε κάποιο απάνεμο λιμάνι της Αστυπαλιάς
- θαρρώ πως ήταν του Αγίου Ανδρέα -
με τα μάτια γιομάτα θάλασσα να πλέκεις δίχτυα,
το απέραντο μπλε να ντύσεις
με σοροκάδα και αφρισμένα κύματα…
Δεν θυμούμαι το όνομά σου,
έτσι, καθώς ζηλότυπα το κρατούσες μυστικό
ωσάν τις κρυφές σπηλιές των Βάθρων…
Το λευκό σου βλέμμα όμως πρόδιδε την απεραντοσύνη σου
έτσι όπως το αρχιπελάγιο σώμα σου ξαπόσταινες
σ’ Έύξεινο Πόντο και Μικρά Ασία,
απαρχής της Αιγύπτου μέχρι Ηρακλείων Στηλών…
Σε θυμάμαι να κρατάς στα χέρια σου
- ροζιασμένα από την πετονιά και τ’αγκίστρι -
ένα ματσάκι βασιλικό…
Και ο σταυρός από κομποσκοίνι στο στήθος σου
έκρυβε τις αιώνιες πληγές που Άβαροι, Ενετοί, Σταυροφόροι,
Τούρκοι και στεριανοί αφεντάδες σού χαράξανε με το πέρασμά τους…
Δεν θυμούμαι το όνομά σου,
έτσι καθώς ναύκληρος ανώνυμος σαγήνευες
τον μαΐστρο και διέταζες τα κοριτσόπουλα νησιά
να ανάβουνε σαν φάροι σε μικρούς γαλήνιους κολπίσκους.
Δώδεκα νησιά σ’αγαπήσανε… άλλα πάλι, κυκλικά σε ταξιδέψανε…
και κάποια άλλα σποραδικά σου τραγουδάνε μελωδίες,
για την γλυκοφιλούσα θάλασσα και τις ομορφονιές σειρήνες
που στολίζονται τ’αλμυρό νερό να σου προσφέρουν
και λαμπυρίζουν στις ενάλιες στάλες των παφλασμών
με ατέρμονους ηλιόφερτους ιριδισμούς που τελειωμό δεν έχουν…
Δεν θυμούμαι το όνομά σου,
έτσι καθώς στα μαύρα πανιά ντύθηκες που απ’αμέλεια
ο γιος σου λησμόνησε ν’ασπραλλάξει επιστρέφοντας
νικητής από την μάχη την αλαργινή της μυθολογίας…
Σε θυμάμαι να νοσταλγείς και δυο δάκρυα ν’αυλακώνουν
το βλέμμα σου και να γεννούν μνημονικά
μινωικούς και μυκηναϊκούς αμφορείς
- παιδιά απαρχαιωμένων πολιτισμών που ακόμη αναπνέουν -
παρελθόντα δώρα σε μουσεία φυλαγμένα…
Και όλο το βιος σου στενά λιθόστρωτα δρομάκια
που το μάγουλό σου χαράσσουν
κόκκινο να γίνεται,
ωσάν τις κερασόβαφες μπουκαμβίλιες
που το θείο ορέγονται
στα κατάλευκα απ’ασβέστη ξωκλήσια της
Αγιογιαλούσαινας Παναγιάς
και το γλυκοφιλούν ποτίζοντάς το
μυρωμένο, με σταγόνες της θάλασσας, αγέρι…
Το όνομά σου δεν θυμούμαι,
μπερδεύεται στη γλώσσα μου το γαλάζο της θαλάσσης…
Ίσως να σου ‘πρεπε σαν όνομα τ’Αρχιπέλαγο…
Η άσπρη θάλασσα ίσως…
Ίσως πάλι να σε λένε Αιγέα…
Αυτό θα σου ταίριαζε πιότερο θαρρώ…



( Αστυπάλαια, Μάιος 2006 )