Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

Ζητείται παρτενέρ

...η ταμπέλα πισωγκρεμισμένη
στο αντικρινό πλινθόκτιστο λουτρό
μιας ρωμαϊκής βραδιάς
πρώιμου τρυγητού.

Η ανακοίνωση πέρα μακράν του κοιμητηρίου
τουτέστι νεκρών ταφείον)
πολύκαιρη
θλιμμένη
θλιβερώς παντώς καιρού αναζήτηση
-ζητείταιπαρτενέρ-
Μην ενοχλείτε τους ενοίκους
παρακαλώ.

Καιτην ταμπέλα μην ανασηκώνετε
να πέφτει χάμου
στη λάσπη
να αγγίζει γη.

Ουρανό να βλέπει.

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Μέσα στη σιωπή σου απώλεσα κάθε λέξη

Στην ακινησία του χρόνου

εναπόθεσα το φευγαλέο της ζωής μου

στιγμούλα μου, θυσιάζεσαι αενάως

στο πέρασμα του παρόντος και στην

εσχατολογική προσμονή του μέλλοντος

που σε κόβει στα δυο αφήνοντας σε

δίχως υπόσταση.

Στο ακίνητο της στιγμής

απίθωσα το άπιαστο της ανάμνησής μου

άγγιγμά μου αλαργινό απομακρύνεσαι

βασανιστικά από το ευφάνταστο της

μνήμης μου, χωρίζεσαι στα δυο καθώς

το πραγματικό σε ντύνεται και

μένεις νοσταλγία στα χείλη,

ωσάν αναστεναγμός.

Στη ζέση της ανάσας σου

απώλεσα εαυτό χωρίς φόβο και ντροπή

ανάσα μου σαν έκανα το τρυφερό

της φωνής σου, να με νανουρίζει

τις νυχτιές που το κορμί θυμάται

και η ψυχή λιγοψυχά στα αχ! σου,

σαν θυμάται.

Στη σιωπή σου, αγαποφόρα μαυροντυμένη

θύμηση μου χτυπά την πόρτα - που

μόλις πριν από λίγο έκλεισα - φοβούμενη το κρύο,

άνοιξα το πριν, το τώρα, το μετά μου

έτσι καθώς σκιά γλυκιά, στο τοίχο

θ’αποτυπώνεσαι, προετοιμάζοντας

το φως μου το πρωινό, εκείνο

που φωτοχυτεί, που φλέγει, που φαντάζει

ότι ποτέ δεν τόλμησα με λέξεις να αρθρώσω.

Μέσα στη σιωπή σου

απώλεσα κάθε λέξη…

κάθε μου ποίημα…

κάθε τι που με τα τετριμμένα με ορίζει…

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Μια καληνύχτα στερημένη

παιδί της θλίψης θαρρώ πως μ’ αποκάλεσες…

Κι αν αλησμόνησες
την ομορφότερη σου καληνύχτα
να μου πεις!
Θα βάλω το νυχτικό μου
και θα συννεφοβατήσω
με μάτια κλειστά
αφουγκραζόμενη ήχους μακρόσυρτους,
απόηχους που ξεψυχούν
στον ψίθυρο της νύχτας.

Εκείνης που μου στέρησες.

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

Μ’αγαπά... δεν μ'αγαπά...

"Κάλλιστον κην’όττω τις έραται"

Στις απύθμενες χαρακιές τ’ ουρανού να με βρεις, σαν θα μαζεύω κοχύλια και θα φυτεύω παπαρούνες στα στήθη του ανέμου.
Εκεί να με βρεις να τσαλαβουτάω στα αέναα καλέσματα του φλοίσβου και ν’ αποχυμώνω τα κεριά της ανυπαρξίας.
Σαν σε απρόσμενους αναπαλμούς μιας ψυχούλας που επιπλέει στη θάλασσα
και αναστενάζει σε κάθε ενάλια σταλαγματιά που την πληγώνει.
Τόσα δάκρυα λησμονιάς πώς γέμισαν την άμμο
και από πού ν’ αρχίζει η θάλασσα και πού άραγε να σβήνει!
Κι ο ουρανός πώς τέλεψε σε τούτο το μακρινό σημείο του ορίζοντα
σαν να πνίγηκε το φιλί στη σχισμή των χειλιών
που αφήνονται από την ηδονή της γεύσης.

Ποια γεύση να ‘χει απόψε το κορμί σου;

Εκεί να με βρεις, που θα μαδάω πέταλα από τις μαργαρίτες,
Μ’ αγαπά, δε μ’ αγαπά…
κι αν δε μ’ αγαπά, εγώ πού θα πάω,
που δε χωρώ πουθενά παρά μόνο στην αγκαλιά του.
Είναι και αυτά τα ξέφωτα στα σύννεφα που σελαγίζουν στο βυθό σαν μαργαριτάρια κρυμμένα στα πιο μυστικά θέσφατα του κόσμου.
Εκεί να με βρεις, στις βαθύπαλμες αναφλέξεις ενός αχ! στους ευερέθιστους αντιλάλους μιας κραυγής.
Κραυγή εσύ,
τ’ ουρανού αστέρι που τρεμοσβήνεις σε κάθε αναφιλητό,
σύρσου στο σκοτάδι να με βρεις,
εκεί θα σε περιμένω με τα μάτια ολάνοιχτα.

Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

Λύπησα χθες

Η μοναξιά των ποιητών τελείωσε…
Η ερημιά των ποιημάτων έρχεται…


Κι όμως
τόσο πολύ λύπησα χτες...
σαν να ξημέρωσαν
πάνω μου
όλα τα ηλιοβασιλέματα
του κόσμου.

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

Μη μου στερείς

Νύχτωσε και απόψε… Που να γυρίζεις πάλι;
Σε ποια σοκάκια τη σκιά σου ψάχνεις να σκεπαστείς;


Τα μάτια σου μη μου
στερείς!
Το βλέμμα σου από πάνω μου
μη νυχτώνεις!
Μην ξενιτεύεις την όρασή σου!
Kαθρεπτικά την έγνοια σου
μην ραγίζεις μέσα μου…
Άσε με ν’αγκυροβολήσω
στη σιωπή σου, εκεί
καταμεσής της πρώτης σου
απόλαυσης καθώς πρωινό
ξύπνημα θα θυμίζει!
Καθώς ψωμί ολόφρεσκο
θα κόβεις δειλά
να μοιραστείς μαζί μου
αχνίζοντας τις θύμησες
από πλινθόκτιστο φούρνο
της γιαγιάς στο χωριό…
Τα μάτια σου μη μου
στερείς!
Το βλέμμα σου από μέσα μου
μη βραδιάζεις!
Γιατί κάθε που σκοτεινιάζει
νιώθω όλο και πιο μακριά,
όλο και πιο μακριά από τον εαυτό μου
-πώς να στο πω να με καταλάβεις !-
ξενιτεμένη από το ίδιο μου το είναι.

Σάββατο 28 Αυγούστου 2010

Κορίτσι των σκοτεινών δασών. Chapitre I

Θα μπορούσες να μου κρατάς το χέρι
στο πιο πηκτό σκοτάδι ;
Έλα, σίμωσε κοντά μου και ας μη διακρίνεται το πρόσωπό μου,
το σκοτάδι ας καλύπτει τα μάτια μου …

Μπορείς να μ’ αγγίξεις …
δεν θ’ αναριγήσω, στο υπόσχομαι,
και ας πατώ ξυπόλητη σε χιλιάδες κοκάλα
αιώνων που περνάνε φυσώντας τα παραθυρόφυλλα
τούτου του μοναστηριού …

Εδώ ήρθα, πάει στ’ αλήθεια πολύ καιρός, το ξέρω …
Τα χέρια μου γερασμένα χώνονται στα σπλάχνα της σιωπής,
αναζητάνε τα δικά σου …
Έτσι ήταν πάντοτε θαρρώ …
Ακόμη κι όταν τα έχωνα στην καυτή την αμμουδιά
τα καλοκαίρια,
ήταν για να γευτώ τη ζεστασιά των δικών σου χεριών,
και ας μην σ’ είχα ακόμα γνωρίσει.

Έτσι με θυμάμαι πάντοτε θαρρώ …
Να διψώ για σένα
και το νερό να μη με ξεδιψά …
να μη με σώνει …
Αχ! Η ψυχή μου είχε ήδη σωθεί
τη μέρα που γεννιόσουνα …

Εδώ ήρθα, για να ξαποστάσω,
βαριά η πόλη πάνω μου …
Με τις σκιές να παλεύεις τί ωφελεί !
Γι’ αυτό και εγώ τις έκανα φίλες μου
και παίζαμε θέατρο τις νυχτιές στους τοίχους.


Αλίμονο !
Το σκοτάδι συνήθισα και το φως
μου φαινόταν αφιλόξενο …
μακρινό …
άχρωμο …

Κορίτσι των σκοτεινών δασών … δασών … σών … σών …
θυμάμαι τη φωνή σου που αντανακλούσε
στα παλιά σανίδια του μοναστηριού …

Έχει αλλάξει από τότε, στο είπα ;

Τα παντζούρια δε στάζουν πια γκριζωπές προσευχές,
μήτε μελαγχολικές μελωδίες.
Μυρίζουν άγιο βασιλικό, ωσάν τις βυζαντινές εικόνες
πίσω από καντηλάκια …

Έλα κοντά μου και ας μη φαίνεται αν σου χαμογελώ
ή αν σου δακρύζω …
Η νοσταλγία δεν αποτυπώνεται πουθενά,
σταλάζει νωχελικά σε μια άκρια της ψυχής
ωσάν λαδάκι ευλογημένο,
ωσάν κοινωνία με το Θεό,
μυστική, ολότελη,
Και έπειτα μας αναγεννάει,
ωσάν ενανθρώπηση,
ωσάν ανάσταση …

Θα μπορούσες να μου κρατάς το χέρι
στην πιο πηκτή φωτοχυσία ;

Γι’ αυτό ήρθα εδώ, σου το είπα ;
Το φόρεμα να ενδυθώ, το ολόχρυσο,
εκείνο που σε κάνει να μοιάζεις μ’ άγγελο ταπεινό…

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010

Back up

Οι επιστήμονες αποφάνθηκαν με σοβαρότητα,
θα υπάρξουν και ηλιοβασιλέματα –ιοί– που θα σημαίνουν το τέλος.

Και το ‘λεγα! Δεν το ‘λεγα;

Μαζέψτε χαμόγελα πρωινά
και νυχτερινές ανάσες.
Αποθησαυρίστε μεσημεριανά χασμουρητά
κι αγκαλιές απογευματινές
κυρίως αγκαλιές.

Να ‘χετε να θυμάστε όταν ηλιοβασιλέματα χωρισμού
θα ξημερώνουν μοναξιά
και σβήσιμο αποθηκευμένων
στιγμών.

Πάρτε Back up
μπας και επαναφέρετε
τα χτυπημένα παρελθόντα προγράμματα
της σχέσης σας!

Σάββατο 21 Αυγούστου 2010

Ερωτικά Σακατέματα

και άντε τώρα να χωρέσουν φωνήεντα και σύμφωνα μαζί
σ’έναν τρεμάμενο στεναγμό!


Σαν κοχύλι απλώθηκες
στης εμπύρετης σου ηδονής το σθένος
και δαγκώθηκες στο ύστατο φωνήεν
της ξαναμμένης σου ανάσας.
Φαλλός πανάρχαιου χρησμού,
αιδοίο πυθιακής αμφιλαφίας.
Απλώθηκα σε...

Σαν άστρο σελάγησες
στου πρώτου σου οργασμού το τίναγμα
και έσβησες στο τελευταίο σύμφωνο
του ανακουφιστικού σου στεναγμού.
Αφουγκράστηκα σε…

Επισκέπτης αιρετικής σαλότητας,
ιερόδουλη σαρκικής ευσπλαχνίας.
Τετέλεσται η σκηνή.
Κορμιά πεταγμένα σαν βότσαλα στην άκρια της ακτής.
Πόθοι αφυδατωμένοι, σπόγγοι κούφιοι στην ακτή της άκριας.
Εκεί που ανθρώπου μάτι και πρόνοια Θεού
αγκομαχεί να καταφτάσει.
Αγιάζει όμως… αγιάζει…

Παρασκευή 6 Αυγούστου 2010

Αγαλματάκια αγαλματάκια μέρα ή νύχτα;

«Αγαλματάκια αγαλματάκια μέρα η νύχτα ;
Αγαλματάκια αγαλματάκια μέρα ή νύχτα ;»


Μ’από όλα περισσότερο χαμογελώ με τα παιδιά
σαν από αλλού φερμένα,
- από τη χώρα της λησμονημένης αθωότητας προφανώς –
προσπαθούν ν’αγγίξουν τη ψυχή μου,
αδιαφορώντας παντελώς για το κορμί μου
λες και ξέρουν αυτά πως στα παιδικά παιχνίδια
σημασία έχει να μην πληγώσεις του άλλου
την αξιοπρέπεια.
Γι’αυτό και εγώ
ενώ σαφώς και μπορώ να κουνήσω
χέρια και πόδια
κάνω τον ακίνητο,
τον ακούνητο,
τον αμίλητο.
«Κούρος» γράφει
η ετικέτα μου στις επίσημες
εμφανίσεις μου.
Οι φίλοι όμως με φωνάζουν
Αγαλματάκι ακούνητο
μέρα και νύχτα.